- συνδιακινδυνεύω
- Αδιακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω και εγώ μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνδιακινδυνεύειν — συνδιακινδυνεύω share in danger pres inf act (attic epic) συνδιακινδῡνεύειν , συνδιακινδυνεύω share in danger pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνδιακινδυνεύειν — ξυνδιακινδῡνεύειν , συνδιακινδυνεύω share in danger pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνδιακινδυνεύσαιμι — ξυνδιακινδῡνεύσαιμι , συνδιακινδυνεύω share in danger aor opt act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδιεκινδύνευσας — συνδιεκινδύ̱νευσας , συνδιακινδυνεύω share in danger aor ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)